Η οσφυαλγία είναι ένα θέμα που θα απασχολήσει τουλάχιστον το 50% έως και 80% του πληθυσμού. Προκαλεί πολύ μεγάλα προβλήματα στους ασθενείς καθότι αδυνατούν να εργαστούν και να ανταποκριθούν στις καθημερινές τους υποχρεώσεις.
Τι είναι όμως η οσφυαλγία;
Η οσφυαλγία είναι ένας πόνος ο οποίος περιορίζεται στην μέση μας χωρίς να επεκτείνεται στα πόδια η σε άλλο σημείο. Μπορεί να γίνεται χειρότερος με την αλλαγή της στάσης του σώματος ή όταν σηκώνουμε βάρος ή σκύβουμε. Μπορεί να έχει σχέση με της μυικές ομάδες που υπάρχουν στην μέση μας, όμως είναι συχνό να προκαλείται από προβλήματα στα οστά της σπονδυλικής στήλης.

Το βασικό χαρακτηριστικό της οσφυαλγίας είναι ότι συχνά είναι δύσκολό να αντιμετωπιστεί σε σχέση με την ισχιαλγία. Ενώ σε μια ισχιαλγία τα ποσοστά αυτόματης ίασης φτάνουν έως και το 70% και τα θετικά αποτελέσματα των θεραπευτικών παρεμβάσεων έως και 90%, στην οσφυαλγία η αυτόματη ίαση είναι συνήθως λίγο πάνω από 50% και τα επιτυχή αποτελέσματα των παρεμβάσεων δεν ξεπερνούν το 70%.
Οι αιτίες της οσφυαλγίας περιλαμβάνουν κατ αρχάς τον μυικό σπασμό ή τραυματισμό των μυών της μέσης μας, που συνήθως προέρχεται από κάποια απότομη κίνηση ή κάποια αυξημένη φόρτιση λόγω εργασίας, άρσης βάρους κλπ. Συνήθως στην περίπτωση αυτή υπάρχει τοπική ευαισθησία στο μυικό σύστημα και ο πόνος αλλάζει ανάλογα με την στάση του σώματος. Πολλές φορές αναγνωρίζεται τοπικό σημείο ευαισθησίας στην μέση μας που αντιστοιχεί συνήθως σε τοπικό μυικό σπασμό λόγω αυξημένης φόρτισης του μυός. Οι μύες συχνά φορτίζονται διότι δεν υπάρχει επαρκής στήριξη της σπονδυλικής στήλης με αποτέλεσμα να μεταφέρεται όλη η φόρτιση στο μυικό σύστημα.

Άλλο σημαντικό αίτιο οσφυαλγίας είναι η εκφύλιση των αρθρώσεων μεταξύ των σπονδύλων μας (σπονδυλοαρθρίτιδα). Μπορεί λόγω της φθοράς στις συνδέσεις μεταξύ των σπονδύλων μας να δημιουργηθεί έντονη διάβρωση και φλεγμονή η οποία προκαλεί πόνο κατά την φόρτιση της σπονδυλικής στήλης. Ο πόνος κατά την φόρτιση της σπονδυλικής ονομάζεται «αξονικός» και μεταφράζεται σε πόνο κατά την άρση βάρους, όταν ανεβαίνουμε σκάλες, όταν σκύβουμε, και γενικότερα όταν υποβάλλουμε την σπονδυλική μας στήλη σε φόρτιση και δονήσεις (τρέξιμο, άλματα κλπ). Οι αρθρώσεις μπορεί επίσης να ταλαιπωρηθούν σε δύο περιπτώσεις: Σε περίπτωση αδύναμου μυϊκού συστήματος ραχιαίων και κοιλιακών που αυτόματα μεταφέρει περισσότερο βάρος στις αρθρώσεις της σπονδυλικής, και σε περίπτωση εκφύλισης των δίσκων μεταξύ των σπονδύλων οι οποίοι φυσιολογικά απορροφούν σε μεγάλο ποσοστό τους κραδασμούς και το βάρος. Η φθορά των δίσκων εκτός από πρόβλημα στις αρθρώσεις μπορεί να προκαλέσει και πόνο στον ασθενή, σε περίπτωση που οι σπόνδυλοι έρχονται σε επαφή μεταξύ τους. Επίσης υπάρχει και η θεωρία του δισκογενούς πόνου (πόνος που προέρχεται από το εσωτερικό του προβληματικού δίσκου) η οποία όμως αποτελεί ένα πεδίο αμφισβητούμενο και ακόμα δεν έχει πλήρως αποδειχθεί.


Τέλος σημαντική αιτία οσφυαλγίας είναι η αστάθεια στην σπονδυλική στήλη. Πολλές φορές οι συνδέσεις μεταξύ των σπονδύλων δεν λειτουργούν σωστά με αποτέλεσμα κατά τις κινήσεις (ή και στην ηρεμία) να υπάρχει υπερβολική κινητικότητα μεταξύ των σπονδύλων (σπονδυλολίσθηση). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα είτε να έρχονται οι σπόνδυλοι σε επαφή μεταξύ τους, είτε να φορτίζονται υπερβολικά οι αρθρώσεις, ή κατά την διάρκεια αυτών των κινήσεων να πιέζονται νευρικές δομές. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να προκαλείται αξονικού τύπου οσφυαλγία η οποία γίνεται χειρότερη με την άρση βάρους, σκύψιμο, τις κινήσεις της σπονδυλικής κλπ, η σπανιότερα νευρολογικά συμπτώματα όπως αδυναμία, μούδιασμα κλπ. Τα αίτια της αστάθειας περιλαμβάνουν κατάγματα (τραύμα), φθορά των αρθρώσεων και των συνδέσεων μεταξύ των σπονδύλων. Η αστάθεια φαίνεται με την διενέργεια ακτινογραφιών σπονδυλικής «σε κίνηση», δηλαδή σε κάμψη και έκταση, οι οποίες αποκαλύπτουν την αυξημένη κινητικότητα των σπονδύλων κατα τις κινήσεις. Είναι επίσης απαραίτητη και η διενέργεια αξονικής τομογραφίας η οποία μπορεί να δείξει κατάγματα αλλά και να απεικονίσει καλύτερη την μετακίνηση των σπονδύλων από την φυσιολογική τους θέση.

Η αντιμετώπιση της οσφυαλγίας εξαρτάται πάντα από το αίτιο. Σε περιπτώσεις που υπάρχει ικανή αστάθεια, ή μεγάλη μετατόπιση του σπονδύλου, στα πλαίσια κατάγματος, η άλλης διαταραχής, χρειάζεται κατά κανόνα χειρουργική παρέμβαση με σπονδυλοδεσία. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση που προκαλείται και νευρολογική σημειολογία όπως για παράδειγμα μυική αδυναμία ή πόνος λόγω της μετατόπισης ή της αστάθειας. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει αστάθεια και ο ασθενής απλά έχει οσφυαλγία μπορεί και πρέπει να γίνει αρχικά συντηρητική διαχείρηση του προβλήματος. Η συντηρητική αγωγή περιλαμβάνει αρχικά φαρμακοθεραπεία, και σαν δεύτερη επιλογή τοπική μυοχαλαρωτική ένεση σε προσεκτικά επιλεγμένες περιπτώσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις καλή αποτελεσματικότητα έχουν οι επισκληρίδιες εγχύσεις, και οι σπονδυλικές ενδαρθρικές εγχύσεις όπως με την ισχιαλγία. Επί μακροχρόνιας αποτυχίας της συντηρητικής αγωγής (διάρκεια συντηρητικής θεραπείας πάνω από 6-12 μήνες) προχωράμε στην χειρουργική λύση. Να σημειωθεί ότι στην οσφυαλγία η πιθανότητα αυτόματης υποχώρησης της συμπτωματολογίας χωρίς παρέμβαση είναι χαμηλότερη από 50% αντίθετα με την ισχιαλγία που έχει πολύ καλύτερα ποσοστά, και επομένως η αξία της θεραπευτικής αντιμετώπισης αυξάνεται.
Η φαρμακευτική αγωγή έχει σαν φιλοσοφία να ανακουφίσει τον ασθενή από την φλεγμονή που προκαλείται στις αρθρώσεις ή / και μεταξύ των σπονδύλων, με στόχο να υποχωρήσει η οσφυαλγία. Τα ποσοστά επιτυχίας δυστυχώς είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με την ισχιαλγία με μόλις 50-60% των ασθενών να έχουν πάνω από 50% μείωση των συμπτωμάτων μετά από 6 μήνες. Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη φάραμακα και μυοχαλαρωτικά. Τα μυοχαλαρωτικά εστιάζουν στην αντιμετώπιση των μυϊκών σπασμών και τραυματισμών που είτε έχουν προκληθεί από απότομες κινήσεις και φόρτιση είτε σχετίζονται με αστάθεια της σπονδυλικής και/ή σπονδυλοαρθρίτιδα και / ή εκφύλιση των μεσοσπονδύλιων δίσκων που με την σειρά τους μεταφέρουν περισσότερο βάρος στο μυικό σύστημα. Το πρόβλημα με την χρήση των μυοχαλαρωτικών είναι το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε πάντα αν ο μυϊκός σπασμός έχει προκληθεί από εσωτερική αιτία που αυξάνει την φόρτιση των μυών και ταυτόχρονα προκαλεί πόνο ανεξάρτητα, η αν πρόκειται για πόνο λόγω μεμονωμένου ανεξάρτητου τραυματισμού στα πλαίσια φόρτισης των μυών. Σε αρκετούς ασθενείς συνυπάρχει τραυματισμός από φόρτιση ταυτόχρονα με κάποια εσωτερική βλάβη και δεν υπάρχει σίγουρος τρόπος να ξεχωρίσουμε ποια είναι η επικρατέστερη αιτία των συμπτωμάτων. Με απλά λόγια είναι πιθανό τα μυοχαλαρωτικά να μην έχουν επαρκές αποτέλεσμα εφόσον ο πόνος οφείλεται σε κάποια μόνιμη εσωτερική αιτιολογία όπως για παράδειγμα αρθρίτιδα των σπονδύλων η αστάθεια.
Παρόμοια προβλήματα παρουσιάζει η λύση της τοπικής χορήγησης μυοχαλαρωτικού. Εφόσον έχουμε περιοχή με τοπικό μυικό σπασμό και ευαισθησία στην μέση μας που προκαλεί οσφυαλγία εστιακά, υπάρχει πάντα η επιλογή τοπικής χορήγησης μυοχαλαρωτικού. Πρόκειται για την γνωστή βουτυνιλική τοξίνη botox, που χορηγείται και για αισθητικούς λόγους με στόχο την χαλάρωση των μυών του προσώπου για την εξαφάνιση των ριτίδων. Το συγκεκριμένο φάρμακο όταν χορηγείται στον πάσχοντα μυ εξαφανίζει τον μυικό σπασμό και αδρανοποιεί τα νεύρα της περιοχής, με αποτέλεσμα την υποχώρηση του πόνου που πηγάζει από την περιοχή. Ταυτόχρονα όμως πολύ συχνά υπάρχει υποκείμενο νόσημα που προκαλεί πόνο στην σπονδυλική στήλη, όπως για παράδειγμα σπονδυλοαρθρίτιδα, εκφυλιστική νόσος μεσοσπονδύλιου δίσκου, ή αστάθεια. Το υποκείμενο νόσημα είναι συχνά είτε το αποκλειστικό είτε το κυριότερο αίτιο του πόνου, με αποτέλεσμα η χορήγηση του Botox να μην είναι επαρκώς η ακόμα και καθόλου αποτελεσματική για την οσφυαλγία του ασθενούς. Η συνολική αποτελεσαμτικότητα του Botox σε ασθενείς με τοπικό σημείο ευαισθησίας και σπασμό με άλγος επικεντρωμένο φτάνει έως 60%, το οποίο είναι ενα αξιόλογο ποσοστό επιτυχίας. Η διάρκεια δράσης είναι 3-4 μήνες καθότι το botox παραλύει τους μύες και αδρανοποιεί τα νεύρα μας για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.

Οι επισκληρίδες εγχύσεις έχουν κάποια αποτελεσματικότητα στην καθαρή οσφυαλγία η οποία όμως συνήθως πλησιάζει το 50%. Είναι ιδανικές για ασθενείς που έχουν ταυτόχρονα και ισχιαλγία συγκρίσιμης έντασης με την οσφυαλγία. Σε ασθενείς που η οσφυαλγία είναι το βασικό πρόβλημα το αποτέλεσμα είναι σαφώς κατώτερο. Ειδικότερα σε ασθενείς με καθαρή σπονδυλοαρθρίτιδα χωρίς άλλες βλάβες η αποτελεσματικότητα τής ένεσης όσον αφορά την μείωση της οσφυαλγίας είναι κάτω από 50%. Σε περιπτώσεις που το αίτιο της οσφυαλγίας είναι βλάβη του δίσκου, και / ή αστάθεια η αποτελεσματικότητα μπορεί να πλησιάζει εώς και το 60%.
Μια διαφορετική μορφή έγχυσης είναι η ενδαρθρική έγχυση σπονδυλικής στήλης. Με την βοήθεια του ακτινοσκοπικού μηχανήματος μπορούμε και στοχεύουμε με ακρίβεια την άρθρωση μεταξύ των σπονδύλων. Χορηγούμε μίγμα τοπικού αναισθητικού και κορτικοστεροειδούς (κορτιζόνη), το οποίο καταπολεμά την φλεγμονή και τον πόνο εντός της άρθρωσης. Η έγχυση γίνεται κατά κανόνα σε πολλαπλές αρθρώσεις με αποτέλεσμα την ανακούφιση από την οσφυαλγία σε ποσοστά έως και 70% για ασθενείς με καθαρή σπονδυλοαρθρίτιδα. Σε ασθενείς όμως που υπάρχουν επιπλεόν προβλήματα όπως εκφυλιστική νόσος του μεσοσπονδύλιου διαστήματος, ή/και αστάθεια, η αποτελεσματικότητα είναι περιορισμένη.

Η χειρουργική λύση περιλαμβάνει το χειρουργείο της σπονδυλοδεσίας. Στην σπονδυλοδεσία χρησιμοποιούμε βίδες οι οποίες τοποθετούνται μέσα στα σώματα των σπονδύλων και ράβδους οι οποίοι ενώνουνε της βίδες μεταξύ τους με στόχο την πλήρη σταθεροποίηση της σπονδυλικής στήλης. Σε περιπτώσεις που ο ασθενής έχει ήδη χειρουργηθεί για κήλη η οποία έχει υποτροπιάσει ή σε περιπτώσεις ταυτόχρονης εκφυλιστικής νόσου του μεσοσπονδύλιου διαστήματος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και διασωματικό μόσχευμα (Lumbar Interbody Device), που πρακτικά αντικαθιστά τον δίσκο διατηρώντας την σωστή απόσταση μεταξύ των σπονδύλων και απορροφώντας μέρος της μηχανικής ενέργειας που δέχεται η σπονδυλική στήλη. Η λογική της επέμβασης είναι η πλήρης αποφόρτιση των αρθρώσεων, η αποκατάσταση της φυσιολογικής απόστασης αλλά και ευθυγράμμισης μεταξύ των σπονδύλων, και η αποκατάσταση της αστάθειας και της υπερβολικής μετακίνησης των σπονδύλων. Τα παραπάνω οδηγούν στην ανακούφιση του ασθενούς από την οσφυαλγία και την ενδεχόμενη νευρολογική σημειολογία. Η αποτελεσματικότητα της σπονδυλοδεσίας δυστυχώς είναι σχετικά χαμηλή και συνήθως δεν ξεπερνά το 70%. Για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε αυτό το 70% θα πρέπει να γίνει προσεκτική επιλογή των ασθενών. Με τυφλή μαζική εφαρμογή της μεθόδου η αποτελεσματικότητα κατα κανόνα είναι κάτω του 50%. Επιπλέον να σημειωθεί ότι η σπονδυλοδεσία αποτελεί ένα σχετικά βαρύ χειρουργείο με υψηλά ποσοστά επιπλοκών, και επομένως κατά την επιλογή των ασθενών θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το αυξημένο χειρουργικό ρίσκο, ειδικά σε ασθενείς ηλικιωμένους και με προβλήματα υγείας.

